1 μεταλλον
(ἁλὸς μ. Her.)
(χρύσεα καὴ ἀργύρεα μέταλλα Her.)
(πολιορκεῖν διὰ τῶν μετάλλων Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь > μεταλλον